μεσεγγυητής

μεσεγγυητής
ο, θηλ. μεσεγγυήτρια (ΑM μεσεγγυητής) [μεσεγγυώ]
πρόσωπο που αναλαμβάνει το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυούχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσεγγυητής — ο θηλ. ήτρια πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης που αναλαμβάνει τη φύλαξη διεκδικούμενου πράγματος μέχρι οι αντίδικοι να λύσουν τη διαφορά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έντριτος — (AM ἔντριτος, ον) (για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα*, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο μσν. 1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • μεσέγγυος — ο (Α μεσέγγυος) ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσ(ο) * + εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. εχ έγγυος, φερ έγγυος] …   Dictionary of Greek

  • μεσίτης — (I) ο, θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα (ΑM μεσίτης, Α θηλ. μεσῑτις, ιδος, Μ θηλ. μεσίτρια και μεσίτρα και μεσίτισσα) αυτός που παρεμβαίνει ή μεσολαβεί μεταξύ δύο προσώπων ή ομάδων με σκοπό τον συμβιβασμό, τη σύναψη συμφωνίας ή τη συμφιλίωση («διαταγεὶς …   Dictionary of Greek

  • μεσεγγυούχος — ο αυτός στον οποίο κατατίθεται το μεσεγγύημα, αλλ. μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσέγγυον + οῦχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1899 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως] …   Dictionary of Greek

  • μετέγγυος — μετέγγυος, ὁ (Α) μεσεγγυητής, μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. <μετ(α) * + ἔγγυος (πρβλ. φερ έγγυος)] …   Dictionary of Greek

  • μετεγγυητής — ο (Α μετεγγυητής) νεοελλ. (νομ.) ο εγγυητής τού εγγυητή αρχ. ο μεσεγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐγγυητής, μέσω ενός αμάρτυρου *μετεγγυῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”